- γαιανθρακοφόρος
- -α, -ο1. αυτός που περιέχει κοιτάσματα γαιανθράκων: Γαιανθρακοφόρες περιοχές.2. αυτός που μεταφέρει γαιάνθρακες: Ναυάγησε ένα γαιανθρακοφόρο πλοίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.